- κωλί
- το [κώλος]γλουτός, κωλομέρι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κώλι — το [κώλον] μερίδα τού κρέατος από το εμπρόσθιο σκέλος τού σφαγίου … Dictionary of Greek
κώλο(ν) — το (AM κώλον) 1. μέλος σώματος ανθρώπου ή ζώου και ειδικά τα άκρα τους (α. «άνω κώλα» χέρια β. «πρὸς κέντρα κῶλον ἐκτενεῑς», Αισχύλ. γ. «τά τ ἐμπρόσθια κῶλα καὶ τὰς κεφαλὰς εἰς γῆν ἑλκόμενα», Πλάτ.) 2. γραμμ. το τμήμα τής περιόδου που βρίσκεται… … Dictionary of Greek